- εἰσαγωγικά
- εἰσαγωγικόςofneut nom/voc/acc plεἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικόςoffem nom/voc/acc dualεἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσαγωγικάς — εἰσαγωγικά̱ς , εἰσαγωγικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Капетанакис, Димитриос — Димитриос Капетанакис греч. Δημήτριος Καπετανάκης Род деятельности: поэт, критик, переводчик, философ Дата рождения … Википедия
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… … Dictionary of Greek
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Μητσάκης, Μιχαήλ — (Μέγαρα 1868 – Αθήνα 1916). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Φοίτησε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επειδή επιδόθηκε νωρίς και αποκλειστικά στη δημοσιογραφία. Κυκλοφόρησε και δύο δικές του σατιρικές… … Dictionary of Greek